- εἰδόμην
- εἴδομαιseeimperf ind mid 1st sgεἴδομαιseeimperf ind mid 1st sg (homeric ionic)εἶδονseeaor ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ούτι πω — οὔτι πω, ιων. τ. οὔτι κω (Α) ουδόλως ακόμη («οὔτι πω τοιόνδ ἐναργὲς εἰδόμην», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
υπειδόμην — ΜΑ 1. ανακαλύπτω 2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.) αρχ. 1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω 2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek